- παράπτωσις
- -ώσεως, ἡ, ΜΑ [παραπίπτω]γραμματικό λάθοςαρχ.1. τό να πέφτει κάποιος ή κάτι κοντά σε κάτι άλλο ή να βρίσκεται κοντά σε κάποιον ή κάτι2. παρεκτροπή από τον ίσιο δρόμο, παράβαση3. καταδίωξη4. φρ. α) «ἡ τοῡ τόπου παράπτωσις» — θέση κάποιου τόπου μακριά από τον δρόμοβ) «κατὰ τὴν παράπτωσιν» — κατά την διάρκεια.
Dictionary of Greek. 2013.